- ραστωνώ
- -έω, Α [ῥᾳστώνη](για ασθενείς) βελτιώνεται η κατάστασή μου, αρχίζει η ύφεση τής νόσου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρραστωνώ — έω, Α (για συμπτώματα) υποχωρώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ῥαστωνῶ «(για ασθ.) καταπραΰνομαι, γίνομαι λιγότερο οδυνηρός»] … Dictionary of Greek